- δενδρυάζω
- δενδρυάζω (Α)1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα τού δάσους2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειντο καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)].
Dictionary of Greek. 2013.