δενδρυάζω

δενδρυάζω
δενδρυάζω (Α)
1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα τού δάσους
2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν
το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δενδρυάζειν — δενδρυάζω lurk pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρυάζοντας — δενδρυάζω lurk pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρυάζουσαν — δενδρυάζω lurk pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρύφιον — δενδρύφιον, το (Α) 1. μικρό δένδρο 2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου 3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη ύφιον …   Dictionary of Greek

  • δενδρύω — (Α) 1. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό 2. ξεκουράζομαι κάτω από δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιτατικό αναδιπλασιασμένο τ. Στη γλώσσα τού Ησυχίου μαρτυρείται τ. δρύεται «κρύπτεται». Η υπόθεση ότι το δρύεται απαντά αντί τού αμάρτυρου… …   Dictionary of Greek

  • υποδενδρυάζω — Α 1. κρύβομαι από φόβο κάτω από δένδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδενδρυάζειν τὸ ἐξ ἀφανοῡς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρυάζω «κρύβομαι μέσα στα δένδρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”